Το "Εγώ" μας, η Αγάπη, ο Έρωτας, και το Σεξ (του: Αλκιβιάδη)

Προσωπικότητα, Αγάπη, Έρωτας, Σεξ


Η αγάπη και ο έρωτας σε αντίστιξη με το "εγώ" μας και το σεξ

Το "Εγώ" μας και η Προσωπικότητά μας
   Η προσωπικότητά μας δεν είναι τίποτα άλλο από το κομμάτι του εαυτού μας που έρχεται σε επαφή με τον έξω κόσμο (συμπεριφερόμαστε προς τον έξω κόσμο, όχι προς τον εσωτερικό μας κόσμο), δηλαδή η προσωπικότητά μας βρίσκεται στην περιφέρειά μας. Και προφανώς αυτό το κομμάτι του εαυτού μας ελέγχεται κυρίως από το μυαλό μας και τη λογική, δηλαδή το κομάτι του εαυτού μας που βρίσκεται στην περιφέρεια. Και σωστό είναι πως η προσωπικότητά μας εξελίσσεται μέχρι τον θάνατό μας, επηρεαζόμενη από οτιδήποτε ερεθίσματα παίρνει από τον εξωτερικό κόσμο, τα οποία επεξεργάζεται συνήθως και αποκλειστικά με το μυαλό, με εργαλείο τη "λογική".
   Δεν χρειάζεται όμως κάποιος να είναι επαΐων του θέματος για να καταλαβαίνει πως ο εαυτός μας, η ύπαρξή μας δεν εξαντλείται ούτε στο μυαλό και τη λογική μας, αλλά ούτε και στην προσωπικότητά μας. Υπάρχει κι ένα άλλο κομμάτι που δεν βρίσκεται στην περιφέρεια, που είναι στο κέντρο μας, και σε αντίθεση με την προσωπικότητά μας δεν αλλάζει από το περιβάλλον, δεν αλλοιώνεται, κι έτσι διατηρείται η συνοχή του εαυτού μας. Αναγνωρίζουμε έτσι τον εαυτό μας σαν εννιαίο, όσο κι αν αλλοιώνεται η προσωπικότητά μας στο πέρασμα του χρόνου. Αλλιώς κάθε στιγμή θάμασταν ένα άλλο άτομο όσο αλλάζουμε. Η λογική, το μυαλό μας και η προσωπικότητά μας αποτελούν τα κύρια συστατικά του "Εγώ" μας, αυτού που νοητικά αναγνωρίζουμε σαν την "ταυτότητα" μας (με το οποίο ταυτίζόμαστε δηλαδή), πού όσο κι αν αλλάζει στο χρόνο αποτελεί μια εννιαία οντότητα εξαιτίας της αναλοίωτης εσωτερικής ύπαρξής μας. Με αυτό το "Εγώ" συνεπώς συναλασσόμαστε με τον έξω κόσμο, ενώ την ίδια στιγμή ο εσωτερικός μας εαυτός εκπροσωπείται στην προσωπικότητά μας στο ελάχιστο απαραίτητο για να διατηρείται ή ταυτότητά μας.
   Αυτός ο εσωτερικός μας εαυτός λοιπόν είναι αναλλοίωτος και "αγκυρωμένος" στην ύπαρξη (τη ζωτική ενέργεια, την ίδια τη ζωή, το θεό κατά κάποιους). Δηλαδή ζούμε έχοντας ένα εσωτερικό εαυτό που είναι και η ουσία της ύπαρξής μας, ενώ παράλληλα έχουμε και μια προσωπικότητα κι ένα "Εγώ" που συνδιαλέγεται με τον εξωτερικό μας κόσμο, είτε ακολουθώντας (και έχοντας σαν βάση) τον εσωτερικό μας εαυτό, είτε τις διάφορες επιρροές από το περιβάλλον που έχει διαμορφώσει χρησιμοποιώντας πρωτίστως το μυαλό και τη λογική μας. Υπάρχει βέβαια και μια ενδιάμεση κατάσταση που η προσωπικότητά μας ακολουθεί και τον εσωτερικό μας εαυτό (αρχικά), αλλά επεμβαίνουν και όλες οι εξωτερικές επιρροές. Στην πρώτη περίπτωση θα είμαστε σε πλήρη συντονία με τον εσωτερικό μας εαυτό και με την ύπαρξη (ή ζωτική ενέργεια, ή ζωή, ή θεό), δηλαδή αυτό που λέμε λιανά "είμαι ο εαυτός μου". Στη δεύτερη περίπτωση θα είμαστε αυτό που ονομάζουμε σήμερα "fake", ότι δηλαδή φοράμε κάποια μάσκα (διαφορετική σε κάθε περίσταση: άλλη με τους φίλους, άλλη με την/τον σύζυγο, άλλη στη δουλειά, κ.ο.κ.). Η τρίτη είναι η ενδιάμεση περίπτωση που είμαστε (ανάλογα και με την περίσταση) λίγο από το ένα και λίγο από το άλλο. Λίγο (ή περισσότερο) ο εαυτός μας, και λίγο (ή περισσότερο) fake ...
   Η κοινωνία (ή "το σύστημα") έχει βρει διάφορους τρόπους να μας αποκόπτει από τον εσωτερικό μας εαυτό (δηλαδή από την ύπαρξη μας), για να είμαστε ευάλωτοι και χειραγωγούμενοι, έτσι ώστε να μπορεί να μας περνάει τα μηνύματα που πρέπει, καθώς και τους αντίστοιχους φόβους και ενοχές που είναι το απαραίτητο συστατικό στοιχείο για να είμαστε υπάκουοι στα κοινωνικά κελεύσματα. Όλη αυτή η διαδικασία γίνεται κατά βάση στα πλαίσια του "Εγώ" μας (γιατί προφανώς αυτός έχει την άμεση επαφή και επικοινωνία με την κοινωνία), και σιγά-σιγά γίνεται ένα συστατικό σύμπλεγμα της προσωπικότητάς μας και του "εγώ" μας, το οποίο έτσι αποκόβεται όλο και περισσότερο από τον εσωτερικό μας εαυτό, όλο και με πιό "εκλεπτυσμένες" μεθόδους. Κι αυτό το γεγονός μας ευνουχίζει σαν ανθρώπους, γιατί μας επιβάλλει πράγματα που δεν συμβιβάζονται με τον εσωτερικό μας εαυτό και την ύπαρξή μας. Λόγου χάρη, το στερεότυπο (ή η κοινωνική σύμβαση) περί γάμου, όπου ανάγουμε τον άλλο/άλλη (δηλαδή τον/την σύζυγο) σε "πράγμα", σε "ιδιοκτησία" μας, δεν είναι κάτι που συμβιβάζεται με την ύπαρξη και τον εσωτερικό μας εαυτό, και σωστά μας κάνει να αισθανόμαστε άσχημα μέσα σ' αυτό, άσχετα βέβαια, αν παράλληλα προσπαθούμε να ελαστικοποιήσουμε τη συνείδησή μας και να το δεχτούμε σαν κάτι που δεν μπορούμε να εναντιωθούμε ή να αλλάξουμε, γιατί αλλιώς θα βγούμε στο περιθώριο και θα "στιγματιστούμε" κοινωνικά.
Η Καρδιά και ο εσωτερικός μας εαυτός
   Πιο πάνω, μιλώντας για την προσωπικότητα και τον εσωτερικό μας εαυτό, δεν ανέφερα τον τρόπο που ο εσωτερικός μας εαυτός εκφράζεται και περνάει στην προσωπικότητά μας τη δική του σφραγίδα και υπόσταση. Είναι αυτός ο τρόπος που στην κοινή γλώσσα τον λέμε "της καρδιάς". Προφανώς δεν εννοούμε την καρδιά σαν όργανο, η οποία με εντελώς μηχανιστική θεώρηση είναι απλά μια αντλία που διεκπεραιώνει την απαραίτητη λειτουργία της κυκλοφορίας του αίματος. Προφανώς μιλάμε για την καρδιά μεταφορικά, επειδή είναι ένα εσωτερικό κεντρικό όργανο, βρίσκεται κοντά στο κέντρο του σώματός μας και είναι εντελώς απαραίτητο για να μπορούμε να υπάρχουμε. Το ίδιο όπως και ο εγκέφαλός μας. Ο εγκέφαλος είναι ένα άκρο του σώματος, σ' αυτό εδράζεται (σύμφωνα και με την επιστήμη) η διανοητική μας ικανότητα και όταν σταματάει να λειτουργεί έχουμε πλήρη ασυνειδησία, δηλαδή ανυπαρξία, στο βαθμό που δεν μπορούμε να έχουμε συνείδηση του εαυτού μας. Δεν πεθαίνουμε όμως σύμφωνα με την ιατρική ερμηνεία του όρου. Όταν όμως η καρδιά σταματήσει, τότε ο θάνατος είναι και ακαριαίος. Γι αυτό στη γλώσσα μας (και σε όλες τις γλώσσες) έχει περάσει μεταφορικά ότι είναι ίδιον της καρδιάς αυτή η ιδιαίτερη σχέση της ζωής μας (και της ύπαρξής μας) με τον εσωτερικό μας εαυτό. Χωρίς προσωπικότητα (και εγκεφαλική λειτουργία) μπορεί να ζει κανείς, αλλά χωρίς εσωτερικό εαυτό (και καρδιά) δεν μπορεί να ζει, είναι νεκρός.
   Χαρακτηριστικό της λειτουργίας της καρδιάς (μεταφορικά πάντα) είναι ότι δεν υπακούει σε νόμους όπως της λογικής (που εδράζεται στο κεφάλι μας), δεν μπορεί να ειπωθεί με λέξεις, δεν μετατρέπεται σε σκέψη δηλαδή για να μπορεί να ειπωθεί με λέξεις. Προέρχεται απευθείας από τις αισθήσεις μας. Από τα πέντε γνωστά αισθητήρια όργανα, αλλά και το κυριότερο από τα αισθητήρια όργανα της "καρδιάς" που δεν είναι ορατά μεν, αλλά παράγουν αισθήσεις, αισθήματα και συναισθήματα ξεκινώντας από τη συνολική μας στάση μέσα στη ζωή και σε συσχετισμό με τους άλλους ανθρώπους, τη φύση, την ύπαρξη γενικότερα. Στα ελληνικά αυτή η δυνατότητα "αντίληψης" και "αισθήσεων" από την καρδιά μας έχει πάρει τον όρο διαίσθηση. Η διαίσθηση θεωρείται ότι είναι περισσότερο χαρακτηριστικό του γυναικείου φύλου, αλλά και η λειτουργία με την "καρδιά" επίσης θεωρείται ότι είναι ίδιον των γυναικών. Κι αυτό πολύ σωστά βγαίνει από το γεγονός ότι αποκομμένη για πολλές χιλιετηρίδες από την κοινωνική και παραγωγική διαδικασία (και τη διεκδίκηση οποιασδήποτε εξουσίας) η γυναίκα δεν χρειάστηκε να αναπτύξει υπέρμετρα τη εγκεφαλική λειτουργία της σε βάρος του εσωτερικού της εαυτού (της καρδιάς της), όπως συνέβη κατ' εξοχήν με το αντρικό φύλο. Η διαίσθηση είναι γνωστό πως δεν υπακούει στους νόμους της λογικής, είναι αυθαίρετη, αλλά είναι το ίδιο πραγματική και αληθινή (ίσως και πιο πραγματική και αληθινή) όπως οι σκέψεις μας και η λογική μας.
Η Αγάπη ο Έρωτας και το Σεξ
   Θεωρείται κοινός τόπος ότι αγαπάμε με την καρδιά μας. Όπως επίσης είναι κοινός τόπος ότι ερωτευόμαστε με την καρδιά μας. Σε τι μοιάζουν και σε τι διαφέρουν όμως? Σαν λειτουργία της καρδιάς και τα δύο (όπως το είπαμε παραπάνω) δεν υπακούν στους νόμους της λογικής. Ούτε ένας ερωτευμένος μπορεί να βάλει σε σκέψεις και λέξεις τον έρωτά του, αλλά ούτε και κάποιος που αγαπάει μπορεί να πει και να εξηγήσει με σκέψεις και λέξεις τι είναι η αγάπη. Μόνο η ποίηση (ή η τέχνη γενικότερα) μπορεί να απεικονίσει κάτι από τον έρωτα ή την αγάπη, να δώσει κάποιες εικόνες, ψήγματα εξήγησης, αλλά πάντα εκτός λογικής. Δεν είναι τυχαίο προφανώς που οι ερωτευμένοι εκφράζουν τον έρωτά τους μέσα από ποιήματα σε όλη την ιστορία του πολιτισμού μας.
   Τι είδους πράγμα είναι όμως η αγάπη και ο έρωτας? Ο Σωκράτης, ο Κρίσνα, ο Σίβα, ο Βούδας, ο Χριστός (και πολλοί άλλοι, γνωστοί και άγνωστοι στο ευρύ κοινό), συγκλίνουν σε ένα πράγμα: η αγάπη είναι μια υπαρξιακή κατάσταση, μια γενική κατάσταση της ύπαρξής μας (του εσωτερικού εαυτού μας δηλαδή) κατά την οποία είμαστε γεμάτοι, πλημμυρίζουμε από ισορροπία, γαλήνη, αρμονία με όλο το περιβάλλον μας, με τους ανθρώπους, τη φύση, όλο το σύμπαν. Δηλαδή η αγάπη είναι μια δική μας κατάσταση και δεν αναφέρεται σε κάποιο άλλο άτομο, αλλά συνολικά στη ζωή, τους ανθρώπους, το σύμπαν, την "Ύπαρξη". Άρα κανονικά όταν λέμε αγαπάμε δεν θάπρεπε να αναφερόμαστε σε κάποιο άλλο άτομο, αλλά σε μια κατάσταση που βρισκόμαστε εμείς οι ίδιοι και δεν αφορά κάποιον ή κάτι άλλο. Ο Θεός είναι η αγάπη και Αγάπη είναι ο θεός, και ο Θεός είναι μέσα μας έλεγε ο Χριστός, αλλά και πολλοί άλλοι πριν και μετά απ' αυτόν. Κι αυτό ακριβώς εννοεί: όταν αγαπάμε ο εσωτερικός μας εαυτός είναι σε πλήρη συντονισμό, σε πλήρη ισορροπία και αρμονία με την ύπαρξη την ίδια (και τότε εμείς οι ίδιοι είμαστε ο "θεός").
   Ο έρωτας παράλληλα είναι μια λέξη που υπάρχει μόνο στα ελληνικά, και σε καμία άλλη γλώσσα. Αφορά την ιδιαίτερη εκείνη περίπτωση που η αγάπη εκδηλώνεται και πρακτικά σε σχέση με κάποιο συγκεκριμένο άτομο του αντίθετου φύλου (αν και περιστασιακά συμβαίνει να είναι και του ίδιου φύλου). Οι άλλες γλώσσες πήραν και χρησιμοποιούν την αμετάφραστη λέξη "eros", για να αποδώσουν αυτή τη λειτουργία, και φυσικά και τα παράγωγά της (ερωτικός-erotic, ερωτισμός-eroticism, κλπ). Ο έρωτας, εκτός από την αγάπη περιέχει και κάτι άλλο: περιέχει τον "γάμο" (σύμφωνα με την αρχαία ονομασία) ή σεξ (σύμφωνα με τη σημερινή ορολογία), εξαγνισμένο και εξυψωμένο ακριβώς μέσω της αγάπης. Δηλαδή, κάνοντάς το πιό λιανά, δύο άτομα κάνουν σεξ για να αναπαράγουν το είδος, ενώ ερωτεύονται και αγαπούν όταν η μεταξύ τους "γαμική" σχέση δεν έχει στόχο την αναπαραγωγή αλλά την μεταξύ τους διαδικασία εμπέδωσης της αγάπης, του μοιράσματος ευχαρίστησης και ηδονής, στα πλαίσια της δοτικότητας, η οποία προέρχεται ακριβώς από την αγάπη.
   Η σημερινή κοινωνία (και κυρίως στις λεγόμενες δυτικές χώρες) έχει αλλοιώσει όλες αυτές τις έννοιες, αλλά όχι μόνο τις έννοιες, αλλά και τις λειτουργίες. Για να αποφεύγεται η "παρέκκλιση" από τη λογική που επιβάλει η καρδιά (ο εσωτερικός μας κόσμος δηλαδή), εφευρέθηκε πως η αγάπη αφορά μόνο τους κοντινούς μας ανθρώπους, τους οποίους όμως έχουμε ταυτόχρονα μετατρέψει μέσα μας σε "πράγματα" ή σε "ιδιοκτησία" μας, πράγμα που υπακούει έτσι στους νόμους της λογικής και της κοινωνίας (του "συστήματος" δηλαδή), έτσι ώστε να μην καταρρίπτονται τα βασικό αξώματα της κοινωνικής οργάνωσης, καθόσον δεν είναι δυνατόν να εξοστρακιστούν τελείως τα ανθρώπινα αισθήματα και συναισθήματα της αγάπης σ' αυτή τη φάση. (Πιθανόν αργότερα, αν έχει την ίδια εξελικτική πορεία ο πολιτισμός μας, ακόμα κι οι ίδιες οι έννοιες της αγάπης και του έρωτα να εξοστρακιστούν από την ανθρώπινη προσωπικότητα.) Μ' αυτό τον τρόπο όμως (αλλοιώνοντας και διαστρεβλώνοντας με το μυαλό και τη λογική τις έννοιες της αγάπης και του έρωτα), αυτό που λέμε αγάπη σήμερα στην πραγματικότητα δεν είναι αγάπη. Ο/η σύζυγος μας είναι ένα "πράγμα" ή "αντικείμενο", το οποίο αγαπάμε με μια άλλη έννοια, που από κάτω δηλαδή έχει σαν βάση κάποιο συμφέρον ή κάποιες δικές μας ανομολόγητες ανάγκες και επιδιώξεις (ματαιοδοξία, κέρδος, σίγουροι απόγονοι, κλπ, κλπ). Και τα παιδιά μας είναι επίσης ιδιοκτησία μας, δεν τα αγαπάμε πραγματικά. Θέλουμε λόγου χάρη να γίνουν γιατροί ή δικηγόροι (ή οτιδήποτε άλλο που θα τους επιβάλλουμε) για να συνεχίσουν τη δική μας ζωή, θέλουμε να είναι όπως επιβάλλει η κοινωνία για να μην μας κατηγορήσουν για κάτι ... αλλιώς "τί θα πει ο κόσμος?". Αυτό όμως τελικά δεν είναι αγάπη, είναι καταδυνάστευση αυτών που υποτίθεται ότι αγαπάμε.
   Ο έρωτας, ταυτόχρονα, από την κοινωνία αντιμετωπίζεται ίδια όπως μια ασθένεια. Την περνάμε όλοι, αλλά καλά είναι να γνωρίζουμε πως πρέπει να πάρουμε τις σωστές δόσεις λογικής, σαν φάρμακο δηλαδή, ώστε αργά ή γρήγορα να μας περάσει, όπως η κάθε ασθένεια, και να μετατραπεί μετά έτσι σε αυτή την αγάπη που αναφέραμε πριν και η οποία είναι αποδεκτή από την κοινωνία. Με αυτό τον τρόπο βλέπουμε γύρω μας (και συμβαίνει και σε μας τους ίδιους) ο ερωτας να γίνεται αντικείμενο ειρωνείας και σαρκασμού, ενώ η μετάλλαξή του σε σε ωμό σεξ (και αγάπη με την έννοια της αναγωγής του συντρόφου σε "πράγμα") γίνεται επιβεβλημένη εφόσον δεν θέλουμε να περιθωριοποιηθούμε και να στιγματιστούμε.
   Στον ερωτισμό και το ερωτικό (και το σεξ και την καύλα συνεπώς) η απάντηση από τη λογική της κοινωνίας είναι απλή: μετατρέποντας τον ερωτισμό και την ερωτική πράξη σε ωμό σεξ δεν κινδυνεύει κανείς από την ασθένεια, τουναντίον έχει εμβολιαστεί και ανοσοποιηθεί.
   Συμπερασματικά λοιπόν (αν παραβλέψουμε τη συνολική διαστρέβλωση που έχει κάνει η κοινωνία μας), αγάπη και έρωτας είναι μια δική μας εσωτερική κατάσταση, που στην πρώτη περίπτωση (την αγάπη) αναφέρεται στη ζωή ολόκληρη, τους ανθρώπους γενικά, καθώς και την ίδια την "Ύπαρξη" μας, ενώ στην δεύτερη περίπτωση (του έρωτα), αφορά και πρακτικά κάποιο άλλο άτομο, που γίνεται παραλήπτης αυτής της κατάστασης την οποία του μεταδίδουμε, και μέσα και από την σεξουαλική (ερωτική) διαδικασία μαζί του. Και τα δύο (αγάπη και έρωτας) δεν υπακούν στη λογική, πηγάζουν από τον εσωτερικό μας εαυτό, και γι αυτό είναι τόσο ωραία συναισθήματα. Απ' τη στιγμή που θα ζούμε τον έρωτα μ' αυτόν τον τρόπο, ο έρωτας (και το σεξ) γίνεται εφαλτήριο για την εμπέδωση και καλλιέργεια της αγάπης γενικότερα, γίνεται εφαλτήριο για ένα εσωτερικό τεξίδι προς το κέντρο του εαυτού μας, προς την "Ύπαρξη" μας, προς τον "Θεό".
Αυτή είναι η απαρχή του ταντρικού έρωτα και του ταντρικού ερωτικού μοιράσματος, ή του "ταντρικού σεξ" όπως συχνά λέγεται.